ἀρχιερατικός

ἀρχιερατικός
ἀρχιερατικός
of the
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αρχιερατικός — ή, ό (AM ἀρχιερατικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρχιερέα 2. φρ. α) «αρχιερατική λειτουργία» λειτουργία στην οποία χοροστατεί αρχιερέας β) «αρχιερατικός επίτροπος» κληρικός εξουσιοδοτημένος από τον μητροπολίτη της περιφέρειας… …   Dictionary of Greek

  • αρχιερατικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με τον αρχιερέα, τον επίσκοπο: Ο δεσπότης τον είχε ορίσει αρχιερατικό του επίτροπο σε μια μεγάλη περιοχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρχιερατικά — ἀρχιερατικός of the neut nom/voc/acc pl ἀρχιερατικά̱ , ἀρχιερατικός of the fem nom/voc/acc dual ἀρχιερατικά̱ , ἀρχιερατικός of the fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιερατικῶν — ἀρχιερατικός of the fem gen pl ἀρχιερατικός of the masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιερατικόν — ἀρχιερατικός of the masc acc sg ἀρχιερατικός of the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιερατικαῖς — ἀρχιερατικός of the fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιερατικοῖς — ἀρχιερατικός of the masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιερατικοῦ — ἀρχιερατικός of the masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιερατικούς — ἀρχιερατικός of the masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιερατικῆς — ἀρχιερατικός of the fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”